φίρμα

φίρμα
η, Ν
1. εμπορικός ή βιομηχανικός οίκος
2. μτφ. α) γνώρισμα ορισμένης προελεύσεως·β) (για πρόσ.) διασημότητα («είναι φίρμα τού κινηματογράφου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. firma < ρ. firmare < λατ. firmo «στερεώνω» < firmus «στέρεος, σταθερός», μέσω μιας αρχικής σημ. «σταθερός, μόνιμος τίτλος επιχείρησης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φίρμα — η (λ. ιταλ.), επωνυμία εμπορικής επιχείρησης, εμπορικού οίκου, βιομηχανίας κτό: Το κατάστημα Βασιλακίδη έχει τη φίρμα «Διάνα» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κρουζ, Τομ — (Tom Cruise, Νέα Υόρκη 1962 –). Αμερικανός ηθοποιός και παραγωγός του κινηματογράφου. Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1981, κάνοντας μια σύντομη εμφάνιση στην ταινία Ατέλειωτη αγάπη. Σύντομα καταξιώθηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους… …   Dictionary of Greek

  • Οράνζ — (Orange). Πόλη της Γαλλίας (90 000 κάτ.) στον νομό Βωκλύζ, χτισμένη στην πεδιάδα του Ροδανού, στις όχθες του ποταμού Αιγκ. Είναι τουριστικό θέρετρο και κέντρο βιομηχανικής παραγωγής. Την προρωμαϊκή εποχή ονομαζόταν Αραούζιο, προς τιμήν της… …   Dictionary of Greek

  • εγγύηση — η 1. βεβαιότητα, ασφάλεια, εξασφάλιση: Η φίρμα του εργοστασίου αποτελεί εγγύηση για την ποιότητα του προϊόντος. 2. χρηματικό ποσό ή οποιαδήποτε άλλη εξασφάλιση, που δίνεται από κάποιον σε άλλον για υποχρέωση που ανέλαβε ο πρώτος προς το δεύτερο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”